Με όλη την φειδώ που εμπερικλείει τον υπογράφοντα και λόγω των δημοσίων αναφορών συναδέλφων νομικών σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης κυρίως, αλλά και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, και προς όφελος του δημοσίου διαλόγου και της συνολικής παρουσίασης των κείμενων κανόνων που ορίζουν την πολιτεία μας, παρατίθενται πιο κάτω οι πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα, Κεφάλαιο 154 της Κυπριακής Νομοθεσίας που αφορούν στις συναθροίσεις, χωρίς έκφραση της προσωπικής ανάλυσης επί τούτων. Τονίζεται εκ των προτέρων ότι η παρούσα αναφορά δεν επιθυμεί όπως απαξιώσει ανάλογες αναφορές νομικού περιεχομένου που αφορούν ειδικά στην επιλειτουργία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή της συνταγματικότητας τούτων των επιχειρημάτων επί της ουσίας τους. Σταθερή αρχή αποτελεί ότι οι νόμοι ισχύουν μέχρις ότου αυτοί κριθούν αντίθετοι με το Σύνταγμα, ως αυτό διαβάζεται και πρέπει να διαβάζεται υπό την επήρεια των διεθνών υποχρεώσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το παρόν άρθρο οφείλει να διαβάζεται σε συνάρτηση με τις συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα του δικαιώματος περί θεμελιωδών ελευθεριών όπως αυτής της ελευθερίας της συνάθροισης, του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Ποινικού Κώδικα και άλλων σχετικών ημεδαπών νόμων, όπως, για παράδειγμα, του Περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου και των σχετικών διαταγμάτων. Τονίζεται, παράλληλα, ότι σε οποιεσδήποτε αναφορές που παρατίθενται πιο κάτω, η διεθνής πρακτική και νομολογία σε δημοκρατικές κοινωνίες, περιλαμβάνει ή και πρέπει να περιλαμβάνει αναφορές στις βασικές αρχές της αναλογικότητας, της απαγόρευσης υπέρμετρης βίας και κατάχρησης εξουσίας.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, αναφέρεται ότι ο Ποινικός Κώδικας της Κυπριακής Δημοκρατίας (Κεφ. 154), περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στις παράνομες συναθροίσεις, οχλαγωγίες και άλλα ποινικά αδικήματα εναντίον της κοινής γαλήνης. Στη βάση του άρθρου 70 του εν λόγω Κεφαλαίου της νομοθεσίας, ως παράνομη συνάθροιση ορίζεται «η συνάθροιση πέντε ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων με πρόθεση να διαπράξουν κάποιο ποινικό αδίκημα, ή τα οποία συναθροίστηκαν με πρόθεση να εκτελέσουν κάποιο κοινό σκοπό, συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που διεγείρει στα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιοχή εύλογο φόβο ότι συναθροίστηκαν με αυτό τον τρόπο με σκοπό να διασαλεύσουν την ειρήνη ή ότι με τέτοια συνάθροιση άσκοπα και χωρίς επαρκή λόγο προκαλούν άλλα πρόσωπα σε διασάλευση της ειρήνης.» Το σχετικό εδάφιο της νομοθεσίας συνεχίζει όπως «Η συνάθροιση είναι παράνομη και αν ακόμη άρχισε αυτή ως νόμιμη, αν οι συμμετέχοντες σε αυτή που συναθροίστηκαν συμπεριφέρονται για κοινό σκοπό σύμφωνα με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω. Όταν η παράνομη συνάθροιση άρχισε να επιτελεί το σκοπό είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής φύσης, για τον οποίο συναθροίστηκε, για διασάλευση της ειρήνης και προς τρόμο του κοινού, η συνάθροιση χαρακτηρίζεται ως οχλαγωγία, αυτοί που συναθροίστηκαν θεωρούνται ότι συναθροίστηκαν οχλαγωγικά.» Μάλιστα, ως ποινή για την συμμετοχή σε παράνομη συνάθροιση ορίζεται η φυλάκιση ενός χρόνου (άρθρο 71, Κεφ. 154), ενώ η ποινή σε συμμετοχή σε οχλαγωγία ορίζεται εκ του νόμου τα τρία χρόνια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει σε σχέση με τα πιο πάνω η προκήρυξη για διάλυση οχλαγωγίας, ενόψει και της παρούσας αναφοράς. Ο Ποινικός Κώδικας, σε συγκεκριμένο άρθρο του (άρθρο 73, Κεφ. 154) αναφέρει ότι: «Έπαρχος επαρχίας ή, στην απουσία αυτού, οποιοσδήποτε αστυνομικός βαθμού Υπαστυνόμου ή ανώτερου, ενώπιον του οποίου δώδεκα ή περισσότεροι είναι συναθροισμένοι οχλαγωγικά, ή όποιος συμπεραίνει ότι πρόκειται να γίνει οχλαγωγία από δώδεκα ή περισσότερων προσώπων συναθροισμένων ενώπιον του, δύναται να προβεί σε προκήρυξη ή να μεριμνήσει για την έκδοση προκήρυξης, εν ονόματι της Δημοκρατίας κατά τον τύπο τον οποίο ήθελε κρίνει σκόπιμο, η οποία διατάσσει τους οχλαγωγούς ή τους συναθροισμένους με αυτό τον τρόπο να διαλυθούν ειρηνικά.» Επί τούτου, παρατίθεται επίσης το επόμενο εδάφιο του Ποινικού Κώδικα που αναφέρεται στην διάλυση οχλαγωγών μετά την προκήρυξη: «Αν μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος, όταν έγινε τέτοια προκήρυξη για διάλυση ή μετά τη ματαίωση με τη βία της έκδοσης τέτοιας προκήρυξης, δώδεκα ή περισσότεροι εξακολουθούν να είναι οχλαγωγικά συναθροισμένοι, εκείνος που έχει εξουσιοδότηση να προβεί σε τέτοια προκήρυξη ή οποιοσδήποτε αστυνομικός ή οποιοσδήποτε άλλος προστρέχει σε βοήθεια τους, δύναται να διαπράξει ό,τι είναι αναγκαίο για διάλυση των συναθροισμένων με αυτόν τον τρόπο ή για σύλληψη όλων ή μερικών από αυτούς, αν όμως ήθελε προβληθεί αντίσταση δύναται να χρησιμοποιήσει τέτοια βία ως είναι εύλογα αναγκαία για πάταξη της αντίστασης, χωρίς να έχει καμιά ποινική ή αστική ευθύνη για τυχόν πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης από τη χρήση τέτοιας βίας.» (βλ. άρθρο 74, Κεφ. 154). Σχετικό είναι επίσης το ακόλουθο εδάφιο (άρθρο 75, Κεφ. 154): «Αν εκδοθεί προκήρυξη που διατάσσει αυτούς που συμμετέχουν σε οχλαγωγία ή τους συναθροισμένους με σκοπό οχλαγωγίας να διαλυθούν, οποιοσδήποτε κατά ή μετά την πάροδο εύλογου χρονικού διαστήματος από τέτοια προκήρυξη, συμμετέχει ή εξακολουθεί να συμμετέχει της οχλαγωγίας ή της συνάθροισης, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Τα πιο πάνω σχετικά που ορίζονται στον Ποινικό Κώδικα, επιτείνονται με συγκεκριμένες εκφάνσεις περί οχλαγωγίας που αφορούν στην ματαίωση ή παρεμπόδιση της προκήρυξης ως ορίζεται πιο πάνω, της κατεδάφισης κτιρίων, κλπ. από οχλαγωγούς, την προξένηση βλάβης σε κτίρια, μηχανήματα, κλπ. από οχλαγωγούς, την ματαίωση απόπλου, αλλά και την οπλοφορία για διέγερση τρόμου, την κατοχή αμφίστομων μαχαιριών, την απαγόρευση μεταφοράς μαχαιριών εκτός κατοικίας, και, μεταξύ άλλων, την πρόκληση σε μονομαχία.
Αποτελεί βασική αρχή ότι η υπέρμετρη βία εκ μέρους των οργάνων επιτήρησης του νόμου ή και οποιουδήποτε είναι εκ των πραγμάτων παραβατική όσον αφορά την εφαρμογή, προστασία και σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την θέση τούτην, υιοθετούμε, όπως υιοθετούμε την αρχή ότι μια εκ των βασικών αρχών της έννοιας του κράτους δικαίου αποτελεί ο σεβασμός στους νόμους του κράτους, εφόσον αυτοί φυσικά εδράζονται και εφαρμόζονται στη βάση των αρχών των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπερτερούν, στη βάση του Συντάγματος, των ημεδαπών νόμων εφόσον αυτοί παρεκκλίνουν από τις πρόνοιες τους.